Βαγγέλης Μητράκος
ΓΟΡΤΥΝΙΑ ΑΡΚΑΔΙΑΣ : Πατρογονική Γη
Οι Καλλικάντζαροι (Δημητσάνα της Γορτυνίας)
– Συλλογή Ν. Πολίτη
Οι Καλλικάντζαροι είναι γυμνοί , χωρίς γένεια και μουστάκια , και έχουν ανάστημα ως δέκα χρονών παιδί , άλλοι ολίγο ψηλότερο και άλλοι ολίγο κοντύτερο .Αυτοί κατοικούν εις τον Κάτω κόσμο , όπου εκεί είναι τρεις ξύλιναις κολόνναις και κρατούν όλην τη γη. Οι Καλλικαντζαραίοι θέλουν να κόψουν τοις κολόνναις να καταστρέψουν τον κόσμο , και αρχίζουν με τα τσικούρια τους όλον τον χρόνο και κόβουν τοις τρεις κολλόναις και τοις φέρνουν ’ς το αμήν να τοις κόψουν , όπου μαθαίνουν ότι γεννήθη ο Χριστός και τρέχουν και έρχονται απάνω να ιδούν . Και την πρωτάγιαση μαζεύονται αποβραδύς όλοι οι Καλλικαντζαραίοι , και φωνάζει ο ένας του αλλουνού :
Φέγετε να φύγωμε,
τι έφτασε ο τρουλόπαπας
με την αγιαστούρα του
και με τη βρεχτούρα του ,
κι άγιασε τον κ… μας
την κ…τρυπίδα μας .
Και φευγιό, μην τυχόν κι’ απαντήσουν παπά . Και έτσι πάνε πάλι ’ς τον Κάτω κόσμο , όπου βρίσκουν πάλι τοις κολόνναις γεραίς από την αρχή , και αρχίζουνε πάλι όλον τον χρόνο την ίδια δουλειά .
Μια φορά οι Καλλικαντζαραίοι επήγαν εις ένα μυλωνά , οπού έψηνε μια πέρδικα , και τους εμύρισε . Πηγαίνουν από την πόρτα και έβλεπαν όπου την είχε σουβλισμένη και την εγύριζε ’ς τη φωτιά . Πιάνουν κι αυτοί σφαρδάκλους (βατράχια) , τους σουβλίζουν σε κάτι ξυλαράκια και τους εγύριζαν απέξω από την πόρτα να τσικνίσουν , μα δεν έβλεπαν τσίκνα . Έλεγαν του μυλωνά να τους αλείψει και αυτουνών τους σφαρδάκλους με τη βρεχτούρα , όπου άλειφε την πέρδικα. Ο μυλωνάς τους έλεγε, «έννοια σας, τώρα τώρα σας τσικνίζω.» Αυτοί εθύμωσαν που τους γελούσε και δεν τους άλειφε τους σφαρδάκλους, και επηγαίναν αποπάνω από τα κεραμίδια και κατουρούσανε, να του σβήσουν τη φωτιά, και έτρεχαν κάτου να ιδούν, του την έσβησαν τη φωτιά; Μα το κάτουρο επήγαινε κάτω από τη ρέχτη.
Άμα έψησε ο μυλωνάς την πέρδικα, από το φόβο του έκλεισε το μύλο , εφόρτωσε το ζω του με δύο σακιά, και αυτός εδιπλώθη απάνω ’ς το σαμάρι και επήγαινε εις το χωριό . Τον παίρνουν αποπίσω οι Καλλικάντζαροι, κυττάζουν, δε βλέπουν το μυλωνά , λεν «Να το ένα πλευρό, να και το άλλο, να και το πανωγόμι, αυτός ο τσερατάς ο μυλωνάς πού είναι; » Έτρεχαν να τον εύρουν ως το μύλο, δεν τον εύρισκαν , και πάλι εις το ζω, και τα ίδια και πάλι, ώστε που έφτασε ο μυλωνάς ως την άκρη του χωριού. Φωνάζει τότε, «Γλυτώστε με γειτόνοι, από τους Καλλικαντζαραίους!» Εβγήκαν οι γείτονες με τα δαυλόξυλα αναμμένα και τους πήραν του κυνήγου. Γιατί οι Καλλικάντζαροι φοβούνται τη φωτιά , γι’ αυτό τη νύχτα κατεβαίνουν από τοις καμινάδες και κατουράνε τη φωτιά , και όπου ιδούν στάχτη. Γι’ αυτό και οι γυναίκες δε μαζεύουν στάχτη το δωδεκάημερο και αν έχουν από πρωτύτερα τη σκεπάζουν, να μην πάνε οι Καλλικάντζαροι και τη μαγαρίσουν. Και μετά τα Φώτα καθαρίζουν τη φωτιά και τα προφούρνια.
Επιμέλεια : Βαγγέλης Μητράκος
ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου