"Όποιος Ελεύθερα συλλογάται, συλλογάται καλά" Ρήγας Φεραίος

Ως λαογραφία ορίζεται εκείνη η επιστήμη που ασχολείται με όλες τις εκφάνσεις του λαϊκού πολιτισμού. Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Επιμέλεια σελίδας: Πάνος Σ. Αϊβαλής, δημοσιογράφος, εφημερίδα "Αρκαδικό Βήμα"

AΡΚΑΔΙΚΟ ΒΗΜΑ

AΡΚΑΔΙΚΟ ΒΗΜΑ
.........................Η σελίδα της εφημερίδας "Αρκαδικό Βήμα"..................................

Λαογραφικά... με τον Πάνο Αϊβαλή // Επικοινωνία στο email: arkadikovima@gmail.com

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Το Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών είναι ένα από τα δεκατέσσερα Eρευνητικά Kέντρα της Ακαδημίας Αθηνών, στην οποία εντάχθηκε από την ίδρυσή της (1926). Ιδρύθηκε το 1918 από τον Νικόλαο Γ. Πολίτη ως Λαογραφικό Αρχείο, με αντικείμενο τη Λαογραφία δηλαδή «την περισυλλογήν πάσης της λαογραφικής ύλης και την δημοσίευσιν αυτής». Σήμερα αποτελεί το Eθνικό Kέντρο Tεκμηρίωσης του λαϊκού πολιτισμού με πλουσιότατο Αρχείο ανέκδοτου υλικού για όλες τις πτυχές του λαϊκού βίου και ειδική Βιβλιοθήκη.

Τρίτη 4 Οκτωβρίου 2011

''Ο ΤΡΥΓΟΣ'' στη Γλανιτσιά Γορτυνίας


 όπως γράφτηκε από το μακαρίτη Γλανιτσιώτη

 καθηγητή της Λαογραφίας Κώστα Μαρίνη το 1919.


Διαβάζοντας το βιβλίο του, ό καθένας μαθαίνει τις διάφορες λεπτομέρειες για την παλιότερη γεωργοποιμενική ζωή του τόπου μας και βγάζει αρκετά γλωσσολογικά κ΄ έθιμο-ηθογραφικά πορίσματα.
Τα πράματα τα παριστάνει, στο βιβλίο του, απλά- όπως ακριβώς είναι, με αγνά της Φύσης φορέματα και με ατόφια τα δικά τους στολίδια και γνωρίσματα μονάχα, δίχως κανένα ψεύτικο κι΄ επινοημένο φτασίδι                                                                                   ΤΟ  ΧΙΝΟΠΩΡΟ

Α΄ Ο ΤΡΥΓΟΣ
Τα φύλλ΄αρχίσανε να κιτρινίζουνε κι΄ ένας δυνατός αέρας- κρύος τώρα- τά συνεπαίρνει καί τά σκορπάει: έρείπια μιάς περασμένης ρώμης πού ξατμίστηκε από τήν ίδια της υπερένταση !΄Ενας- ένας οί χαρμόσυνοι αχοί παίρνουνε λυπητερόν τόνο... Στό φύσημα τώρα ξεχωρίζει τό μοιρολόι τού χαημού, πού όμως φωλιάζει μέσα του ή πιό λαχταριστή χαρά: θάναδοθεί από τό χλιβερό σκοπό του τό θριαμπεφτικό τραγούδι τής αναγέννησης.' Τά πουλάκια μπουλουκιαστήκανε, έτοιμα γιά τό ταξίδι.Τσίου... τσίου... μιλιόνται σά νά μάς αποχαιρετάνε, κι΄ ένα κύμα μελαχολικής χλίψης πλημμυρίζει τήν ψυχή μας!..Μπήκε τό Χινόπωρο !..Ο καιρός έκρυωσε καί οί δραγάτες, πού κάθουνται στίς ξέγναντες βεργασούρες καί φυλάνε τάμπέλια, τή νύχτα πιάνουνε τ΄απάγγειο, τυλίγουνται καλά μέ τίς κοζίνες τους, μά ή νυχτερινή παγάδα τίς ξεπερνάει καί φτάνει στό κορμί τους, πού τάναδέβουνε, μουδιασμένο από τήν κρυάδα.
Ούλη τή νύχτα ξαγρυπνάνε στά σούρματα, τά φυσικά περάσματα ανάμεσα στούς θάμνους, απ΄ ούθε περνάνε τάγρίμια (καί οί κλέφτες!) κ΄ έχουνε τό νού τους μήν ακούσουνε βρόντο μέσα στάμπέλια.
Δέν τούς αφήνουνε σέ συχία τά ζούδια καί τά σκυλιά. Ούλη τή νύχτα αχουγιάζουν ! Κάπου κάπου ρήνουνε καί κανα σμπάρο, τό βεργασειό βουίζει, καί μιά φωνή συνοδέβει ατέλειωτη τόν αντίβουο: νά, νά, νά, νά, νάάάιιι..
Ι Ι ΣΤΟ ΛΗΝΟ
Τά σταφύλια γινήκανε, καί σύνταχα κιόλα θάρχίσει ό τρυγημός. Σήμερα στό χωριό παλαγγιάσανε τά βαγένια, τά τοποθετήσανε σέ ισορροπία στόν κανονισμένο τόπο τους, απάνου στά παλάγγια.
Από πολλές ημέρες πρωτήτερα τά κυλήσαν όξω καί τούς ερήνανε νερό μέσα, γιά νά ροκώσουνε, νά φουσκώσουν οί δόγες τους, πού ήσανε σκεβρωμένες από τήν ξέρα. Τά πλύνανε κιόλα, τά ετοιμάσανε καλά, γιά νά βάλουνε τό καινούριο κρασί μέσα.
Αποβραδίς ετοιμάσανε τίς μουστιές, τίς κάδες, τό στούμπο, τά κοφίνια καί τά μαχαίρια, καί νύχτ΄άκόμα ξημερωθήκανε στάμπέλια κι αρχίσανε τό τρύγημα.
Τά κοφίνια γιομίζουνε όσο νά πείς τρία καί γρήγορα σωρώνουνται τά σταφύλια στήν άκρη.
Σ΄ούλο το βεργασειό φουντώνουνε όλόχαρα τραγούδια. Μέ χίλιους τόνους κι από χίλια στόματα ακούγεται τού τρύγου τό τραγούδι:
'' Μπαίνω μες στάμπέλι – μπαίνω μές στάμπέλι
μπαίνω μές στάμπέλι σά νοικοκυρά
σά νοικοκυρά.
Μπαίνω μές στάμπέλι σά νοικοκυρά
νά! κι ό νοικοκύρης έρχεται κοντά!
ν΄έρχεται κοντά!
-΄Ελα, νοικοκύρη, νά τρυγήσουμε
κόκκινα σταφύλια νά πατήσουμε!
Μπαίνω μές στάμπέλι σάν τόν άγγελο
νά! κι ό νοικοκύρης σάν τό διάβολο!
-΄Ελα, νοικοκύρη, νά τρυγήσουμε
ξηνταδυό βαρέλες νά γιομίσουμε!''
Στου μπάρμπα Φώτη τάμπέλι αρχίσανε κιόλα νά στουμπάνε. Μά σέ λίγο ό Δημήτρης ξυπολήθηκε, σήκωσε ψηλά τά ρούχα του, ξέπλυνε τά πόδια του καί, πηδώντας μέσα στήν κάδη, άρχισε να λυώνει τά σταφύλια μέ τά πόδια.
΄Η κάδη πλημόνισε γρήγορα ξανθοκόκκινο μούστο. Τότες ό Γιώργης γιόμισε τίς μουστιές, τίς έδεσε καλά τίς έφόρτωσε στάλογα καί, πηγαίνοντας στό χωριό, τίς άδειασε στό ληνό τους.
΄Ως που νά γυρίσει, ή κάδη ήτανε πάλε γιομάτη κι ό σωρός μεγάλωνε... Τρείς ήμέρες κουβάλαγε κι ακόμα νά σωθούνε τά σταφύλια κι όληνός πάγαινε νά ξεχειλίσει...

ΙΙΙ. Τ΄ΑΡΜΕΜΑ

Πέντε ήμέρες τάφήκανε μέσα στό ληνό συντσίπουρο, όπως ήτανε μέ τά τσαμπιά μαζί, γιά νά βάψει τό κρασί καί νά πάρει βαθικόκκινο χρώμα, καί στερνά άρχινήσανε ναν τάρμέγουν.
Τό λαγάρι, κατακάθαρο σά δάκρι, δίχως τσαμπιά καί τσίπουρα, έτρεχε σάν από βρύση, μέσα σ΄ένα λεβέτι κι από κεί, μετρώντας μέ τή μπότσα (τσουκάλι πού χωράει δυ΄όκάδες καί κάτιντις ακόμα), τό ρήνανε στά βαγένια, πού τά γιομίσανε όλα: τρία μεγάλα πεντακοσιάρικα (πεντακόσιες μπότσες) καί δύο μικρότερα, ένα τριακοσιάρικο κι ένα διακοσιάρι.
Ξέχωρα κρατήσανε γιά τά μουστογλυκίσματα. Γιομίσανε καί τό λεβέτι, τό βάλανε άπάνου στή σιδεροστιά κι άρχισαν νάν τό βράζουνε, γιά νά φτειάσουνε τό πετιμέζι. ΄Ανάψανε δυνατή φωτιά όλο μέ ξεράκια δέντρινα καί φλέντζες άχλαδένιες. Κι όλο συμπάγανε γιά νά μήν κ α τ α κ ι ά σ ε ι ή πύρα. Ο μούστος χόχλαζε κι άφριζε κι όσο πάγαινε καί λιγόστεβε κ΄έσφιγγε, έ δ ε ν ε τό πετιμέζι. ΄Αμα τό κατεβάσανε, ήταν όλοπηχτο σά μέλι, μ΄άπό τίς έκατό όκάδες ήσανε μεινεμένες μονάχα είκοσι πέντε.
Στερνά ή Χρυσάνθη καί ή Γιώργαινα φτειάσανε τή μουσταλεβριά καί τά μουστοκούλουρα καί οι άντρες βγάλανε τά τσίπουρα από τό ληνό καί τά ρήξανε στό καζάνι, γιά νά βγάλουνε τή ρακή. Δέκα καζανιές τά φτειάσανε καί βγάλανε ώς διακόσιες όκάδες ρακή, πού τή βάλανε σ΄ένα μικρό βαγένι καί ρήξανε μέσα καί μηλόφλουδες, πού τής δώκανε μι΄άρωματική μυρουδιά κ΄ένα φλωροκίτρινο χρώμα.
Στερνά ρετσινώσανε τά κρασιά κι άμα πέρασε ή φουντέρα της βράσης κλείσανε τά βαγένια.
ΙV. ΚΑΛΟΠΙΩΤΟ!...
Τάγιοδημητριού, άπολώντα ή έκκλησιά, άριδιάσαν ένα βαγένι. Τό κρασί δέν ήταν ακόμα καλοξαστερωμένο, μά ή μυρουδιά του άνάσταινε νεκρό.
Καί πού ή γέψη του !... Πρώτος τό δοκίμασε ό γέρος. Τό τήραξε καταθεού μές στό ποτήρι, κ΄έπειτα δοκίμασε δυοτρείς βολές από μιά καταψίτσα.
Κι ούλο τό μυριζότανε. Στό στερνό τό κατέβασε μέ μίας χαιρετώντας:
- ΄Ες ύγειά μας, χρόνια πολλά νά είμαστε καλά, μ ό σ κ ο ς τ ά κ ρ α σ ι ά μ α ς, κ α λ ό π ι ω τ α!
΄Ηπιανε ούλοι, τό δεφτερώσανε καί τό ξαναδεφτερώσανε, πήγανε κι άγκινιάσανε καί τού ΄Αλέξη τά κρασιά καί τού συμπεθέρωνε, καί τό γιόμα, κεφωμένοι για καλά, κατασταλάξανε πάλε στό σπίτι τού γερο Φώτη γιά νά '' σ η κ ώ σ ο υ ν ε τ ό ύ ψ ω μ α '' τού Δημήτρη.
΄Εφτασε κι ό παπάς, θεληματισμένος άπό τήν άβγή, διάβασε τίς κανονισμένες ψαλμουδίες καί καθήσανε ούλοι στό τραπέζι. Ο γερο Φώτης πήρε τήν π λ ά τ η τής βετούλας, τήν έξεβούρκησε, δέν άφηκε όλότελα κριάς στό κόκαλο, κι άρχισε νάν τήν τηράει. ΄Αμέσως άλαφιάστηκε. Καί καθώς τήν καλοτήραξε τού κοπήκανε τά ήπατα. Είδε κακά σημάδια: έλειπε ό '' νοικοκύρης'' άπό τή θέση του*.
Ο γέρος δεν είχε όρεξη πιά γιά νά φάει. Κάπου και που τσίμπαγε ξανόρεξα κανα μεζάκο κι ούλο ξέταζε τήν πλάτη.
- Τί έπαθες Φώτη; τόνε ρώτησε ΄ναν καιρό ό ξάδερφός του ό ΄Αλέξης. Τί γλέπεις σέ δάφτη, πού κατσιμούδιασες έτσι;
- Τί νά είδώ, ξάδερφε; Λ ω β ά σ η μ ά δ ι α δ ε ί γ ν ε ι!...
- Σάφού κάθεσε καί δίνεις σημασία...
Κάτι πήγε νάντιμιλήσει ό γερο Φώτης, μά οί άλλοι, κεφωμένοι άπό τό γλυκότσουχτο, τό στρώσανε στά τραγούδια. ΄Ακόμα κι άτός του ό γέρο Φώτης τό πήρε το τραγούδι τής ήμέρας, λίγο παραπονιάρικα στήν άρχή, μά όσο πάγαινε καί τό βουγκούναγε, όπως τότε πού ήτανε στά ν τ ο ύ ν ι α του:
'' Τρείς άντριωμένοι έβούλησαν νά βγούν άπό τόν ΄Αδη!
΄Ο΄νας το Μάη θέλει νά βγεί, πού είναι τά ψιμαρνάκια,
΄Αλλος θέλει τόν Αύγουστο, πού είναι τά πανηγύρια,
Κι ό Δήμος τάγιοδημητριού, π άνοίγουν τά βαγένια.
Πάνοίγουν τά γλυκά κρασιά καί πίνουν οί λεβέντες...''
Καί δός του πιωτό καί τραγούδια ώς τό κοντόβραδο πού βγήκανε νά πάνε καί στού Δήμου νά σηκώσουνε τό ύψωμα. ΄Εκεί γλεντήσανε ώς πού έκοψε ή νύχτα κι άπε θελήσανε νάν τό διαλύσουνε. Πρί σηκωθούν όμως, κάποιος έφώναξε πώς πρέπει νά πιούνε καί τσουκαλόκαφτο.
- Τσουκαλόκαφτο! Καλά πού τό θυμήθηκες...
Φτειάστε μας τσουκαλόκαφτο !...
΄Αμέσως βάλανε στή φωτιά ένα τσουκάλι κρασί, ρήξανε καί πετιμέζι μέσα καί τάνακατώναν ώς πού έκαψε. Τούς τό κενώσανε στά κουπαδέλια, τό πιανε κι άφτό καί στερνά τό σκορπίσανε.

Το κείμενο  έστειλε ο Σόλωνας



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου