ΑΡΘΡΟ
Σε μια τόσο περιγραφική ποίηση όσο είναι η δημοτική, η πραγματικότητα σε όλες τις εκφάνσεις της είναι δεδομένο ότι κατέχει τον σημαντικότερο ρόλο. Και όταν μιλάμε για πραγματικότητα δεν εννοούμε την συμβολική, ή την ιμπρεσσιονιστική, ή την οποιαδήποτε άλλη, εννοούμε την «διά γυμνού οφθαλμού» ορατή, αυτή που συμβαίνει ή που μπορεί να συμβαίνει κάθε μέρα, μπροστά σε όλους.
Ο δημοτικός ποιητής μιλάει και τραγουδάει για αυτά που βλέπει: την φύση που τον περιβάλλει και τις εναλλαγές της, τα γεγονότα που συμβαίνουν, κοινωνικά, πολεμικά, θρησκευτικά και άλλα, τους ανθρώπους και τις σχέσεις που υπάρχουν μεταξύ τους, τις ανάγκες τους. Παρατηρεί ό,τι τον περιβάλλει και διηγείται μια ιστορία, δίνοντας έμφαση σχεδόν αποκλειστικά στα γεγονότα. Από εκεί και πέρα, η συναισθηματική φόρτιση είναι το προϊόν που μπορεί ή όχι να προκύψει στο τέλος. Και επειδή αυτό που έχει πρωταρχική σημασία είναι τα συναισθήματα που θα βιώσει το κοινό, τα συναισθήματα του ήρωα περνάνε μοιραία στο περιθώριο. Δεν αγνοούνται όμως, καθόλου. Η ιδιαιτερότητα της δημοτικής ποίησης έγκειται στην ισορροπία που επιτυγχάνεται ανάμεσα στο ίδιο το τραγούδι ως λογοτεχνικό προϊόν, την ιστορία και την επίδρασή του και το κοινό του, τον αποδέκτη, δηλαδή, του μηνύματος.
Τα συναισθήματα των ηρώων λοιπόν ακόμα και όταν δεν αναφέρονται ξεκάθαρα, δεν απαλείφονται, το αντίθετο μάλιστα: αποκαλύπτονται με έμμεσο τρόπο, μέσα από τις πράξεις που συντελούνται και που αφηγείται ο ποιητής. Τα κλέφτικα, τα ακριτικά (και δεν αναφέρομαι στα πλέον γνωστά όπως αυτά του Διγενή αλλά περισσότερο σε εκείνα που έχουν ακριτικούς ήρωες όπως ο Πορφύρης και ο Κωνσταντίνος), κάποιες παραλογές όπως «Του νεκρού αδερφού» και ιδιαίτερα τα μοιρολόγια, είναι καθρέφτες συγκινησιακής φόρτισης. Σε κανένα μοιρολόγι παρόλα αυτά δεν συναντάμε εκφράσεις του τύπου «πονάω», «υποφέρω», «είμαι δυστυχισμένος», αντίθετα έχουμε «πού βρίσκεσαι τώρα», «τί κάνεις εκεί που είσαι», «τί βλέπεις», «να έρθω να σε βρω να σου φέρω αυτό ή εκείνο», «θα μιλήσω στον Χάρο/στον Θεό/στον Αρχάγγελο», «θα φτιάξω γέφυρα να έρθω»[1]. Το συναίσθημα της απώλειας, καταλυτικό και βίαιο όσο λίγα, μετουσιώνεται σε πραγματικό, σχεδόν χειροπιαστό δεδομένο μέσω της πράξης. Ο άνθρωπος στα δημοτικά τραγούδια δεν μένει ακίνητος μπροστά στο θέαμα της όποιας πραγματικότητας αλλά παίρνει άμεσα θέση απέναντι του και το ερώτημα είναι πάντα το ίδιο: τι συνέβη, τι θα κάνουμε, πώς θα προχωρήσουμε από εδώ και πέρα ως μονάδα αλλά κυρίως ως κοινότητα.
Η δημοτική ποίηση παράγει συγκίνηση όχι επειδή ξεδιπλώνει συναισθήματα στο ακροατήριο σαν μασημένη τροφή, αλλά επειδή εκθέτει τις συνθήκες και τις καταστάσεις εκείνες που τα παράγουν στο κάθε άτομο ξεχωριστά. Όταν το άτομο αναγνωρίζει τον εαυτό του σε μια ιστορία, τότε αισθάνεται ό,τι και ο ήρωας που τη βιώνει στο τραγούδι. Τα συναισθήματα λοιπόν προκαλούνται, κάθε φορά και από την αρχή, δεν προσφέρονται. Είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρον το γεγονός ότι στα δημοτικά τραγούδια στο σύνολό τους δεν υπάρχει μεμψιμοιρία: οι λέξεις είναι πράξεις, τόσο ο λαϊκός ποιητής όσο και το κοινό του ταυτίζονται μεν με το συγκινησιακό φορτίο αλλά το πραγματικό ζητούμενο είναι οι πράξεις που θα επακολουθήσουν. Από κάθε άποψη το δημοτικό τραγούδι είναι μια ποίηση της δράσης.
Μάτια μου, σ’επεθύμησα θέλω να σ’ανταμώσω.
- Εσύ σαν μ’επεθύμησες, θέλεις να μ’ανταμώσεις,
μένα ο Χάρος με πουλάει, έβγα κι αγόρασέ με.
- Σαν τι γυρεύει, μάτια μου, να βγω να σ’αγοράσω;
- Γυρεύει χίλια φίρφιρα και δύο κασέλες μόσκο,
Τον ήλιο τον ατήρητο να του τον κατεβάσω.
- Τα φίρφιρα θα δανειστώ, το μόσκο θα ντον πάρω,
Τον ήλιο τον ατήρητο, πώς να ντον κατεβάσω;[2]
Καστρί Κυνουρίας. Λαογραφία Γ’, 490.6
Κρις Λιβανίου
[1] Παραφράζω εδώ, δεν πρόκειται για συγκεκριμένους στίχους, μόνο για παραδείγματα σε εννοιολογικό επίπεδο.
[2] Guy Saunier, Ελληνικά δημοτικά τραγούδια. Τα μοιρολόγια. εκδ. Νεφέλη, Αθήνα, 1999, σελ. 202.
__________________
http://stigmalogou.blogspot.gr/2015/11/blog-post_4.html